Anonymous

κηφηνώδης: Difference between revisions

From LSJ
5
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κηφηνώδης]], -ῶδες (Α) [[κηφήν]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με κηφήνα («κηφηνώδεις ἐπιθυμίας ἐν αὐτῷ διὰ τὴν ἀπαιδευσίαν μὴ φῶμεν ἐγγίγνεσθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για θεωρίες) [[ανάξιος]] λόγου, [[άχρηστος]], [[ανωφελής]]<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[αργός]], [[νωθρός]] («[[κηφηνώδης]] καὶ [[γέρων]] γενόμενος», Φιλόδ.).
|mltxt=[[κηφηνώδης]], -ῶδες (Α) [[κηφήν]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με κηφήνα («κηφηνώδεις ἐπιθυμίας ἐν αὐτῷ διὰ τὴν ἀπαιδευσίαν μὴ φῶμεν ἐγγίγνεσθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για θεωρίες) [[ανάξιος]] λόγου, [[άχρηστος]], [[ανωφελής]]<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[αργός]], [[νωθρός]] («[[κηφηνώδης]] καὶ [[γέρων]] γενόμενος», Φιλόδ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κηφηνώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), όμοιος με κηφήνα, σε Πλάτ.
}}
}}