Anonymous

ῥίγιστος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
(6)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=rigistos
|Transliteration C=rigistos
|Beta Code=r(i/gistos
|Beta Code=r(i/gistos
|Definition=η, ον, Sup. Adj. formed from <b class="b3">ῥιγέω</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">most horrible</b>, ῥίγιστα θεοὶ τετληότες εἰμέν <span class="bibl">Il.5.873</span>; [Ζεὺς] ῥίγιστος ἀλιτροῖς <span class="bibl">A.R.2.215</span>, cf. <span class="bibl">292</span>; ὃ δὴ ῥίγιστον ὄδωδεν <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>64</span>.</span>
|Definition=η, ον, Sup. Adj. formed from [[ῥιγέω]], [[most horrible]], ῥίγιστα θεοὶ τετληότες εἰμέν Il.5.873; [Ζεὺς] ῥίγιστος ἀλιτροῖς A.R.2.215, cf. 292; ὃ δὴ ῥίγιστον ὄδωδεν Nic.''Th.''64.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0842.png Seite 842]] superl. zu [[ῥίγιον]], am frostigsten, schauderhaftesten, schrecklichsten; Ζεὺς ἀλιτροῖς, Ap. Rh. 2, 215, vgl. 292; ῥίγιστα, das Schlimmste, Il. 5, 873.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0842.png Seite 842]] superl. zu [[ῥίγιον]], am frostigsten, schauderhaftesten, schrecklichsten; Ζεὺς ἀλιτροῖς, Ap. Rh. 2, 215, vgl. 292; ῥίγιστα, das Schlimmste, Il. 5, 873.
}}
{{ls
|lstext='''ῥίγιστος''': -η, -ον, ὑπερθετ. ἐπίθετ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ [[ῥῖγος]] (ὡς τὸ [[κύδιστος]] ἐκ τοῦ [[κῦδος]]), ψυχρότατος, τρομερώτατος, ῥίγιστα θεοὶ τετληότες εἰμὲν Ἰλ. Ε. 873˙ [[Ζεὺς]] [[ῥίγιστος]] ἀλιτροῖς «[[ὅστις]] [[φοβερός]] ἐστι τοῖς ἀμαρτάνουσιν εἰς ἱκέτας (Σχόλ.) Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 215˙ ὃ δὴ ῥίγιστον ὄδωδε Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 55 Α.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br />le plus glacial ; le plus terrible ; <i>Sp. neutre adv.</i> • ῥίγιστα IL de la manière la plus terrible.<br />'''Étymologie:''' Sp. dérivé de [[ῥῖγος]] ; cf. [[ῥίγιον]].
|btext=η, ον :<br />le plus glacial ; le plus terrible ; <i>Sp. neutre adv.</i> • ῥίγιστα IL de la manière la plus terrible.<br />'''Étymologie:''' Sp. dérivé de [[ῥῖγος]] ; cf. [[ῥίγιον]].
}}
{{ls
|lstext='''ῥίγιστος''': -η, -ον, ὑπερθετ. ἐπίθετ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ [[ῥῖγος]] (ὡς τὸ [[κύδιστος]] ἐκ τοῦ [[κῦδος]]), ψυχρότατος, τρομερώτατος, ῥίγιστα θεοὶ τετληότες εἰμὲν Ἰλ. Ε. 873˙ [[Ζεύς|Ζεὺς]] [[ῥίγιστος]] ἀλιτροῖς «[[ὅστις]] [[φοβερός]] ἐστι τοῖς ἀμαρτάνουσιν εἰς ἱκέτας (Σχόλ.) Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 215˙ ὃ δὴ ῥίγιστον ὄδωδε Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 55 Α.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ίστη, -ον, Α<br />(υπερθ. του <i>ῥῑγος</i>)<br /><b>1.</b> ο πιο [[φρικτός]], φρικτότατος, φοβερότατος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υπερθ. του [[ῥῖγος]] (<b>βλ. λ.</b> [[ῥίγιον]])].
|mltxt=-ίστη, -ον, Α<br />(υπερθ. του <i>ῥῖγος</i>)<br /><b>1.</b> ο πιο [[φρικτός]], φρικτότατος, φοβερότατος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υπερθ. του [[ῥῖγος]] (<b>βλ. λ.</b> [[ῥίγιον]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥίγιστος:''' -η, -ον, υπερθ. επίθ. από το [[ῥῖγος]] (όπως το [[κύδιστος]] από το [[κῦδος]]), ψυχρότατος, παγερότατος, τρομερότατος, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ῥίγιστος:''' -η, -ον, υπερθ. επίθ. από το [[ῥῖγος]] (όπως το [[κύδιστος]] από το [[κῦδος]]), ψυχρότατος, παγερότατος, τρομερότατος, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ῥίγιστος]], η, ον [Sup. adj. formed from [[ῥῖγος]] (as κῦ/διστος from κῦδοσ)]<br />coldest: [[most]] [[horrible]], Il.
}}
}}