νεότης: Difference between revisions

5
(T22)
(5)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=νεότητός, ἡ ([[νέος]]), from [[Homer]] [[down]]; the Sept. [[chiefly]] for נְעוּרִים; [[youth]], [[youthful]] [[age]]: ἐκ νεότητός μου, from my [[boyhood]], from my [[youth]], R G); Job 31:18, etc.
|txtha=νεότητός, ἡ ([[νέος]]), from [[Homer]] [[down]]; the Sept. [[chiefly]] for נְעוּרִים; [[youth]], [[youthful]] [[age]]: ἐκ νεότητός μου, from my [[boyhood]], from my [[youth]], R G); Job 31:18, etc.
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεότης:''' Δωρ. —τας,-ητος, ἡ ([[νέος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[νεανικότητα]], [[νεότητα]], Λατ. [[juventa]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> νεανικό [[θάρρος]], [[ορμή]], σε Ηρόδ.· με αρνητική [[σημασία]], [[θρασύτητα]], [[αυθάδεια]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> ως περιληπτικό, όπως το [[νεολαία]], το [[σύνολο]] των [[νέων]], νέοι που βρίσκονται σε στρατεύσιμη [[ηλικία]], Λατ. [[juventus]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
}}
}}