Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συγκουφίζω: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[σηκώνω]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον ή άλλους<br /><b>2.</b> [[συνεργώ]] ώστε να γίνει [[κάτι]] πιο ελαφρύ<br /><b>αρχ.</b><br />[[βοηθώ]] κάποιον να μείνει στην [[επιφάνεια]] του νερού, να επιπλεύσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κουφίζω]] (II) «[[σηκώνω]], [[εγείρω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[κοῦφος]] «[[άδειος]], [[ελαφρύς]]»)].
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[σηκώνω]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον ή άλλους<br /><b>2.</b> [[συνεργώ]] ώστε να γίνει [[κάτι]] πιο ελαφρύ<br /><b>αρχ.</b><br />[[βοηθώ]] κάποιον να μείνει στην [[επιφάνεια]] του νερού, να επιπλεύσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κουφίζω]] (II) «[[σηκώνω]], [[εγείρω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[κοῦφος]] «[[άδειος]], [[ελαφρύς]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συγκουφίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i>, [[σηκώνω]] από κοινού ώστε να ελαφρύνει το [[βάρος]], [[βοηθώ]] στο να κρατηθεί [[κάποιος]] πάνω από την [[επιφάνεια]] του νερού, σε Λουκ.
}}
}}