Anonymous

ἐναντίωμα: Difference between revisions

From LSJ
4
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐναντίωμα]], το (Α)<br /><b>1.</b> αυτό που εναντιώνεται σε [[κάτι]], [[αντίθεση]], [[κώλυμα]], [[εμπόδιο]], [[φραγμός]]<br /><b>2.</b> το ασυμβίβαστο, [[αδυναμία]] συμβιβασμού<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> α) διαφορές, ασυμφωνίες<br />β) αντίθετες ή συγκρουόμενες τάσεις.
|mltxt=[[ἐναντίωμα]], το (Α)<br /><b>1.</b> αυτό που εναντιώνεται σε [[κάτι]], [[αντίθεση]], [[κώλυμα]], [[εμπόδιο]], [[φραγμός]]<br /><b>2.</b> το ασυμβίβαστο, [[αδυναμία]] συμβιβασμού<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> α) διαφορές, ασυμφωνίες<br />β) αντίθετες ή συγκρουόμενες τάσεις.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐναντίωμα:''' -ατος, τό ([[ἐναντιόομαι]])·<br /><b class="num">1.</b> [[εμπόδιο]], [[κώλυμα]], [[πρόσκομμα]], σε Θουκ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[αντίθεση]], [[αντίσταση]], σε Πλάτ.
}}
}}