Anonymous

μετάμελος: Difference between revisions

From LSJ
5
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μετάμελος]], -ον (ΑM)<br />αυτός που μετανοεί, μετανιωμένος («[[πόλις]] ταῑς διαδιδομέναις φήμαις [[μετάμελος]] οὖσα», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[μετάμελος]]<br />η [[μεταμέλεια]], το [[μετάνιωμα]] («πολύ δὲ [[μείζων]] ἔτι τῆς στρατείας ὁ [[μετάμελος]]», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. [[σχηματισμός]] <span style="color: red;"><</span> [[μεταμέλομαι]].
|mltxt=[[μετάμελος]], -ον (ΑM)<br />αυτός που μετανοεί, μετανιωμένος («[[πόλις]] ταῑς διαδιδομέναις φήμαις [[μετάμελος]] οὖσα», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[μετάμελος]]<br />η [[μεταμέλεια]], το [[μετάνιωμα]] («πολύ δὲ [[μείζων]] ἔτι τῆς στρατείας ὁ [[μετάμελος]]», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. [[σχηματισμός]] <span style="color: red;"><</span> [[μεταμέλομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μετάμελος:''' ὁ, [[μετάνοια]], [[μεταμέλεια]], σε Θουκ.
}}
}}