3,274,216
edits
(33) |
(6) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ<br />[[γυναίκα]] που προσφέρει σε άνδρες το [[σώμα]] της για σαρκική [[ηδονή]] [[έναντι]] χρηματικής αμοιβής, [[ιερόδουλος]], [[εταίρα]], [[πουτάνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Η λ. <i>πόρ</i>-<i>νη</i> παράγεται από θ. <i>πορ</i>- του ρ. [[πέρνημι]] «[[πουλώ]]» (με ανώμαλο φωνηεντισμό -<i>ο</i>-), το οποίο πιθ. μπορεί να ερμηνευθεί ως συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας με [[φωνήεν]] -<i>ο</i>- όπως στον αιολ. τ. <i>πορνάμεν</i> (<b>βλ. λ.</b> [[πέρνημι]]). Η λ. [[πόρνη]] [[πρέπει]] [[μάλλον]] να θεωρηθεί ουσιαστικοποιημένο ρημ. επίθ. με [[επίθημα]] -<i>n</i><i>ā</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λίχ</i>-<i>νο</i>-<i>ς</i> <span style="color: red;"><</span> [[λείχω]]) και αρχική σημ. «[[γυναίκα]] πουλημένη σε [[ξένη]] [[χώρα]]». Η λ. στη [[συνέχεια]] εξελίχθηκε στη σημ. «[[γυναίκα]] που πουλά, που προσφέρει το [[σώμα]] της σε άνδρες με χρηματική [[αμοιβή]]». Η [[άποψη]] ότι η λ. [[πόρνη]] [[είναι]] όνομα του τύπου τών [[ποινή]], [[φερνή]] με σημ. «[[πώληση]]» — και όχι επίθ. — δεν θεωρείται πιθ. [[κυρίως]] από σημασιολογική [[άποψη]]. Για τη [[διαφορά]] της σημ. [[ανάμεσα]] στη λ. [[πόρνη]] και τις λ. [[εταίρα]] και [[παλλακή]], <b>βλ. λ.</b> [[παλλακή]]. | |mltxt=η, ΝΜΑ<br />[[γυναίκα]] που προσφέρει σε άνδρες το [[σώμα]] της για σαρκική [[ηδονή]] [[έναντι]] χρηματικής αμοιβής, [[ιερόδουλος]], [[εταίρα]], [[πουτάνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Η λ. <i>πόρ</i>-<i>νη</i> παράγεται από θ. <i>πορ</i>- του ρ. [[πέρνημι]] «[[πουλώ]]» (με ανώμαλο φωνηεντισμό -<i>ο</i>-), το οποίο πιθ. μπορεί να ερμηνευθεί ως συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας με [[φωνήεν]] -<i>ο</i>- όπως στον αιολ. τ. <i>πορνάμεν</i> (<b>βλ. λ.</b> [[πέρνημι]]). Η λ. [[πόρνη]] [[πρέπει]] [[μάλλον]] να θεωρηθεί ουσιαστικοποιημένο ρημ. επίθ. με [[επίθημα]] -<i>n</i><i>ā</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λίχ</i>-<i>νο</i>-<i>ς</i> <span style="color: red;"><</span> [[λείχω]]) και αρχική σημ. «[[γυναίκα]] πουλημένη σε [[ξένη]] [[χώρα]]». Η λ. στη [[συνέχεια]] εξελίχθηκε στη σημ. «[[γυναίκα]] που πουλά, που προσφέρει το [[σώμα]] της σε άνδρες με χρηματική [[αμοιβή]]». Η [[άποψη]] ότι η λ. [[πόρνη]] [[είναι]] όνομα του τύπου τών [[ποινή]], [[φερνή]] με σημ. «[[πώληση]]» — και όχι επίθ. — δεν θεωρείται πιθ. [[κυρίως]] από σημασιολογική [[άποψη]]. Για τη [[διαφορά]] της σημ. [[ανάμεσα]] στη λ. [[πόρνη]] και τις λ. [[εταίρα]] και [[παλλακή]], <b>βλ. λ.</b> [[παλλακή]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πόρνη:''' ἡ ([[πέρνημι]]), [[γυναίκα]] που εκδίδεται, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |