Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἤια: Difference between revisions

From LSJ
473 bytes added ,  30 December 2018
4
(6_20)
 
(4)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἤια''': συνῃρ. ᾖα, τά, προμήθειαι διὰ [[ταξείδιον]], ζωοτροφίαι, Ἐπ. [[λέξις]] ἀντὶ τοῦ [[ἐφόδια]], Λατ. viaticum, Ὅμ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ Ὀδ., [[δεῦτε]], φίλοι, ἤια φερώμεθα Β. 410, πρβλ. 289· καὶ νύ κεν ἤια πάντα διέφθιτο Δ. 363· ἐξέφθιτο ἤια πάντα Μ. 329· ἐν δὲ καὶ ᾖα κωρύκῳ ἔθηκε Ε. 266, Ι. 212· - [[καθόλου]], ἔλαφοι… παρδαλίων τε λύκων τ’ ἤια πέλονται, τροφὴ τῶν λύκων καὶ.., Ἰλ. Ν. 103, πρβλ. Ἐμπεδ. 314, Νικ. Ἀλ. 412. ΙΙ. ἐν Ὀδ. Ε. 368, ὡς δ’ [[ἄνεμος]]... ᾔων θήμωνα τινάξει καρφαλέων, ὅ ἐ. σωρὸν φλοιῶν ἢ ἀχύρου, πρβλ. Φερεκρ. Ἀδήλ. 14. (Ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει ἑνικ. τύπον [[ἤιον]], [[μετὰ]] τῆς ἑρμηνείας: [[παρειά]], γνάθος, ἥτις φαίνεται σχετίζουσα τὴν λέξιν πρὸς τὸ παρήιον). Τὸ ι εἶνε βραχύ, ὡς καὶ ὁ συνῃρ. [[τύπος]] δεικνύει· ἀλλὰ ῑ μακρὸν ἐν ἄρσει, Ὀδ. Β. 410· πρβλ. δήιος.
|lstext='''ἤια''': συνῃρ. ᾖα, τά, προμήθειαι διὰ [[ταξείδιον]], ζωοτροφίαι, Ἐπ. [[λέξις]] ἀντὶ τοῦ [[ἐφόδια]], Λατ. viaticum, Ὅμ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ Ὀδ., [[δεῦτε]], φίλοι, ἤια φερώμεθα Β. 410, πρβλ. 289· καὶ νύ κεν ἤια πάντα διέφθιτο Δ. 363· ἐξέφθιτο ἤια πάντα Μ. 329· ἐν δὲ καὶ ᾖα κωρύκῳ ἔθηκε Ε. 266, Ι. 212· - [[καθόλου]], ἔλαφοι… παρδαλίων τε λύκων τ’ ἤια πέλονται, τροφὴ τῶν λύκων καὶ.., Ἰλ. Ν. 103, πρβλ. Ἐμπεδ. 314, Νικ. Ἀλ. 412. ΙΙ. ἐν Ὀδ. Ε. 368, ὡς δ’ [[ἄνεμος]]... ᾔων θήμωνα τινάξει καρφαλέων, ὅ ἐ. σωρὸν φλοιῶν ἢ ἀχύρου, πρβλ. Φερεκρ. Ἀδήλ. 14. (Ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει ἑνικ. τύπον [[ἤιον]], [[μετὰ]] τῆς ἑρμηνείας: [[παρειά]], γνάθος, ἥτις φαίνεται σχετίζουσα τὴν λέξιν πρὸς τὸ παρήιον). Τὸ ι εἶνε βραχύ, ὡς καὶ ὁ συνῃρ. [[τύπος]] δεικνύει· ἀλλὰ ῑ μακρὸν ἐν ἄρσει, Ὀδ. Β. 410· πρβλ. δήιος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἤια:''' Ιων. αντί [[ᾔειν]], παρατ. του [[εἶμι]] (Λατ. [[ibo]]).<br /><b class="num">• ἤια:</b> συνηρ. <i>ᾖα</i>, <i>τά</i>, προμήθειες για [[ταξίδι]], ζωοτροφές, Επικ. [[λέξη]] για τα [[ἐφόδια]], Λατ. [[viaticum]], σε Όμηρ.· γενικά, <i>λύκων ἤια</i>, [[τροφή]], [[βορά]] για τους λύκους, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}