Anonymous

πολύκροτος: Difference between revisions

From LSJ
6
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύκροτος]], -ον, ΝΜΑ, και θηλ. τ. πολυκρότη, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εμφανίζει πολυκροτισμό<br /><b>2.</b> αυτός που έχει προκαλέσει πολύ θόρυβο, που έχει συζητηθεί πολύ, [[περιβόητος]], [[διαβόητος]] (α. «πολύκροτη [[δίκη]]» β. «πολύκροτο [[σκάνδαλο]]»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πολύκροτο</i><br />παλαιότερη [[λόγια]] [[ονομασία]] του περιστρόφου και του πιστολιού<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που προξενεί δυνατό κρότο, που ηχεί [[δυνατά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πολύτροπος]], [[δόλιος]], [[κατεργάρης]]<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) με [[πολλά]] [[κουπιά]], με πολλές σειρές κουπιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κρότος]] (<b>πρβλ.</b> <i>λιγύ</i>-<i>κροτος</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[πολύκροτος]], -ον, ΝΜΑ, και θηλ. τ. πολυκρότη, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εμφανίζει πολυκροτισμό<br /><b>2.</b> αυτός που έχει προκαλέσει πολύ θόρυβο, που έχει συζητηθεί πολύ, [[περιβόητος]], [[διαβόητος]] (α. «πολύκροτη [[δίκη]]» β. «πολύκροτο [[σκάνδαλο]]»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πολύκροτο</i><br />παλαιότερη [[λόγια]] [[ονομασία]] του περιστρόφου και του πιστολιού<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που προξενεί δυνατό κρότο, που ηχεί [[δυνατά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πολύτροπος]], [[δόλιος]], [[κατεργάρης]]<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) με [[πολλά]] [[κουπιά]], με πολλές σειρές κουπιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κρότος]] (<b>πρβλ.</b> <i>λιγύ</i>-<i>κροτος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολύκροτος:''' -ον και -η, -ον, αυτός που ηχεί [[δυνατά]], σε Ομηρ. Ύμν.
}}
}}