Anonymous

θυσανόεις: Difference between revisions

From LSJ
5
(17)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θυσανόεις]] και για μετρ. λόγ. [[θυσσανόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />αυτός που έχει θυσάνους, αυτός που έχει φούντες, [[κροσσωτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύσανος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αιματ</i>-<i>όεις</i>, <i>αστερ</i>-<i>όεις</i>)].
|mltxt=[[θυσανόεις]] και για μετρ. λόγ. [[θυσσανόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />αυτός που έχει θυσάνους, αυτός που έχει φούντες, [[κροσσωτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύσανος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αιματ</i>-<i>όεις</i>, <i>αστερ</i>-<i>όεις</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θῠσανόεις:''' Επικ. [[θυσσανόεις]], -εσσα, -εν, αυτός που έχει φούντες ή κρόσσια, λέγεται για την [[αιγίδα]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}