Anonymous

ῥαντήριος: Difference between revisions

From LSJ
6
(36)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[ῥαντήρ]]·1. αυτός στον οποίο γίνεται [[ραντισμός]] («[[πέδον]] ῥαντήριον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ῥαντήριον</i><br />το [[περιρραντήριο]].
|mltxt=-ον, Α [[ῥαντήρ]]·1. αυτός στον οποίο γίνεται [[ραντισμός]] («[[πέδον]] ῥαντήριον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ῥαντήριον</i><br />το [[περιρραντήριο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ῥαντήριος:''' -α, -ον ([[ῥαίνω]]), [[κατάλληλος]] για [[ράντισμα]], σε Αισχύλ.· αυτός που παρουσιάζεται, εμφανίζεται ως λεκιασμένος, πιτσιλισμένος, βρώμικος, κηλιδωμένος με [[αίμα]], μολυσμένος.
}}
}}