Anonymous

βυσσοδομεύω: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βυσσοδομεύω]] (Α)<br />[[βυσσοδομώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος —για μετρικούς λόγους— σε -<i>εύω</i> [[τύπος]] του ρ. [[βυσσοδομώ]], που [[είναι]] [[αμάρτυρος]] στην Αρχαία και που μαρτυρείται μόνον αργότερα στη Μεσαιωνική].
|mltxt=[[βυσσοδομεύω]] (Α)<br />[[βυσσοδομώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος —για μετρικούς λόγους— σε -<i>εύω</i> [[τύπος]] του ρ. [[βυσσοδομώ]], που [[είναι]] [[αμάρτυρος]] στην Αρχαία και που μαρτυρείται μόνον αργότερα στη Μεσαιωνική].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βυσσοδομεύω:''' μόνο στη μτχ. ενεστ., ([[δομέω]]), [[χτίζω]] σε [[βάθος]]· μεταφ., [[επωάζω]] μέσα μου μια [[σκέψη]], την [[αναδεύω]] στα [[βάθη]] της ψυχής μου, [[συλλογίζομαι]] [[βαθιά]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}