Anonymous

ἑτερότροπος: Difference between revisions

From LSJ
4
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἑτερότροπος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] διατεταγμένος ή κατασκευασμένος με διαφορετικό (από τον συνηθισμένο) τρόπο<br /><b>2.</b> [[αλλόκοτος]], [[παράδοξος]], [[παράξενος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ετερότροπα</i><br />τα έμβρυα μερικών [[φυτών]] τα οποία [[είναι]] τοποθετημένα [[λοξά]] [[προς]] τον άξονα του σπέρματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που τρέπεται [[προς]] [[άλλη]] [[κατεύθυνση]], [[παλίντροπος]], [[άστατος]], [[παλίμβουλος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει διαφορετικά ήθη, που φέρεται με ασυνήθιστο τρόπο, ο [[ιδιότροπος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ετεροτρόπως</i> (ΑΜ ἑτεροτρόπως)<br />αλλιώτικα, [[αλλιώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο αρχ. και μσν. τ. προέρχεται από <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τρόπος]] ενώ ο τ. με τη νεοελλ. [[σημασία]] [[είναι]] αντιδάνειο<br /><b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>heterotropous</i> <span style="color: red;"><</span> <i>hetero</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ετερο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>tropous</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[τρόπος]])].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἑτερότροπος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] διατεταγμένος ή κατασκευασμένος με διαφορετικό (από τον συνηθισμένο) τρόπο<br /><b>2.</b> [[αλλόκοτος]], [[παράδοξος]], [[παράξενος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ετερότροπα</i><br />τα έμβρυα μερικών [[φυτών]] τα οποία [[είναι]] τοποθετημένα [[λοξά]] [[προς]] τον άξονα του σπέρματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που τρέπεται [[προς]] [[άλλη]] [[κατεύθυνση]], [[παλίντροπος]], [[άστατος]], [[παλίμβουλος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει διαφορετικά ήθη, που φέρεται με ασυνήθιστο τρόπο, ο [[ιδιότροπος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ετεροτρόπως</i> (ΑΜ ἑτεροτρόπως)<br />αλλιώτικα, [[αλλιώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο αρχ. και μσν. τ. προέρχεται από <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τρόπος]] ενώ ο τ. με τη νεοελλ. [[σημασία]] [[είναι]] αντιδάνειο<br /><b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>heterotropous</i> <span style="color: red;"><</span> <i>hetero</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ετερο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>tropous</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[τρόπος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἑτερότροπος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που έχει διαφορετικό είδος ή είναι [[καμωμένος]] με άλλον τρόπο, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που αλλάζει [[κατεύθυνση]], [[αβέβαιος]], σε Ανθ.
}}
}}