Anonymous

τρώγλη: Difference between revisions

From LSJ
6
(42)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και τρῶγλα Α<br /><b>1.</b> [[κοιλότητα]] γης, [[φυσική]] ή τεχνητή, [[σπηλιά]]<br /><b>2.</b> [[φωλιά]] ζώου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ανήλιος]], [[ανθυγιεινός]] και [[στενόχωρος]] [[τόπος]] κατοικίας («[[είναι]] τόσο [[φτωχός]] ώστε ζει σε μια [[τρώγλη]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> οπή σε τοίχο ή σε ύψωμα, [[ποντικότρυπα]]<br /><b>2.</b> οπή σε [[ένδυμα]] που γίνεται από [[ποντίκι]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ τρῶγλαι</i><br />πόροι επιδερμίδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τρωγ</i>- του [[τρώγω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>λη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ου</i>-<i>λή</i>, <i>στή</i>-<i>λη</i>)].
|mltxt=η, ΝΜΑ, και τρῶγλα Α<br /><b>1.</b> [[κοιλότητα]] γης, [[φυσική]] ή τεχνητή, [[σπηλιά]]<br /><b>2.</b> [[φωλιά]] ζώου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ανήλιος]], [[ανθυγιεινός]] και [[στενόχωρος]] [[τόπος]] κατοικίας («[[είναι]] τόσο [[φτωχός]] ώστε ζει σε μια [[τρώγλη]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> οπή σε τοίχο ή σε ύψωμα, [[ποντικότρυπα]]<br /><b>2.</b> οπή σε [[ένδυμα]] που γίνεται από [[ποντίκι]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ τρῶγλαι</i><br />πόροι επιδερμίδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τρωγ</i>- του [[τρώγω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>λη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ου</i>-<i>λή</i>, <i>στή</i>-<i>λη</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρώγλη:''' ἡ ([[τρώγω]]), [[τρύπα]] που δημιουργείται από [[διάβρωση]], [[τρύπα]] της φωλιάς ποντικιού, σε Βατραχομ., σε Βάβρ.
}}
}}