Anonymous

χυλός: Difference between revisions

From LSJ
351 bytes added ,  30 December 2018
6
(47c)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>φυσιολ.</b> η [[λέμφος]] που προέρχεται από το [[λεπτό]] [[έντερο]], [[μετά]] την [[πέψη]], και [[είναι]] πλούσια σε σταγονίδια λίπους προερχόμενα από τα λιπίδια της τροφής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> πολτώδες [[φαγητό]] από [[αλεύρι]] ή [[άλλη]] αμυλώδη [[ουσία]] και [[νερό]], που παρασκευάζεται με βρασμό, κν. [[κουρκούτι]]<br /><b>2.</b> παραβρασμένο, πολτοποιημένο [[φαγητό]] («τα φασόλια γίνανε [[χυλός]]»)<br /><b>3.</b> <b>(διαλ.)</b> οι χυλοπίτες<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> «όποιος κάηκε στον χυλό φυσάει και το [[γιαούρτι]]» — όποιος έπαθε [[κάτι]] [[είναι]], ύστερα, πολύ [[προσεκτικός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο [[οπός]], ο [[χυμός]] τών [[φυτών]] (α. «χυλὸς βοτάνης», Γεωπ.<br />β. χυλὸς σταφυλῆς», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αφέψημα]] από χοντροαλεσμένο και στραγγισμένο [[κριθάρι]], που χρησιμοποιούσαν ως [[τροφή]] ασθενών («οἱ νοσοῡντες χυλὸν [[πτισάνης]] ῥοφοῡσι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[γεύση]] που προέρχεται από τον χυμό («οὐ [[δύναμαι]] νοῆσαι τἀγαθὸν ἀφαιρῶν... τὰς διὰ χυλῶν ἡδονάς», Επίκ.)<br /><b>3.</b> <b>(ποιητ.)</b> το [[σάλιο]] του Κερβέρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι λ. <i>χῡ</i>-<i>λό</i>-<i>ς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ξύ</i>-<i>λο</i>-<i>ν</i>) και <i>χῡ</i>-<i>μός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θυ</i>-<i>μός</i>, <i>ψω</i>-<i>μός</i>) ανάγονται από τους περισσότερους μελετητές στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>χῠ</i>- της ρίζας του ρ. <i>χέω</i>, [[παρά]] τα προβλήματα που γεννά η [[μακρότητα]] του -<i>ῡ</i>- στους τ. αυτούς και για την οποία έχουν δοθεί διάφορες ερμηνείες. Κατά μία [[άποψη]], το -<i>ῡ</i>- οφείλεται σε [[έκταση]] για εκφραστικούς λόγους, αναμενόμενη σε τ. του καθημερινού λεξιλογίου, ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], οι λ. [[χυλός]], [[χυμός]] έχουν προέλθει από τ. <i>ghus</i>-<i>lo</i>- και <i>ghusmo</i>- <sup>__</sup>ανάγονται [[δηλαδή]] σε μία [[μορφή]] <i>ghus</i>- της ρίζας <i>gheu</i>- / <i>ghu</i>- του <i>χέω</i>, με [[παρέκταση]] -<i>s</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> τοχαρ. Β' <i>kusam</i>, γ' εν. ενεστώτα, <b>βλ.</b> και λ. <i>χέω</i>)— [[οπότε]] το -<i>ῡ</i>- [[είναι]] [[προϊόν]] της αντέκτασης [[μετά]] την [[απλοποίηση]] τών συμφωνικών συμπλεγμάτων <i>sl</i>-και -<i>sm</i>-. Σύμφωνα με άλλους μελετητές, οι λ. [[χυλός]], [[χυμός]] έχουν σχηματιστεί με επιθήματα <i>slo</i>-, -<i>smo</i>-, παρλλ. μορφές τών -<i>lο</i>- και -<i>mo</i>-, μέσω τ. <i>χῠ</i>-<i>σλο</i>- και <i>χῠ</i>-<i>σμο</i>-, με [[αντέκταση]] του -<i>ῠ</i>-. Ωστόσο, ενώ η [[μορφή]] -<i>smo</i>- του επιθήματος [[είναι]] συνηθισμένη (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δε</i>-<i>σμός</i>), η [[μορφή]] -<i>slo</i>- δεν απαντά, [[γεγονός]] που δυσχεραίνει την [[αποδοχή]] αυτής της ερμηνείας. Τέλος, ειδικότερα για τον τ. [[χυμός]], έχει διατυπωθεί η [[υπόθεση]] ότι το μακρό -<i>ῡ</i>- έχει προέλθει από [[επίδραση]] του μακρού φωνήεντος τών λ. <i>ζύ</i>-<i>μη</i>, <i>ζω</i>-<i>μός</i>].
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>φυσιολ.</b> η [[λέμφος]] που προέρχεται από το [[λεπτό]] [[έντερο]], [[μετά]] την [[πέψη]], και [[είναι]] πλούσια σε σταγονίδια λίπους προερχόμενα από τα λιπίδια της τροφής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> πολτώδες [[φαγητό]] από [[αλεύρι]] ή [[άλλη]] αμυλώδη [[ουσία]] και [[νερό]], που παρασκευάζεται με βρασμό, κν. [[κουρκούτι]]<br /><b>2.</b> παραβρασμένο, πολτοποιημένο [[φαγητό]] («τα φασόλια γίνανε [[χυλός]]»)<br /><b>3.</b> <b>(διαλ.)</b> οι χυλοπίτες<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> «όποιος κάηκε στον χυλό φυσάει και το [[γιαούρτι]]» — όποιος έπαθε [[κάτι]] [[είναι]], ύστερα, πολύ [[προσεκτικός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο [[οπός]], ο [[χυμός]] τών [[φυτών]] (α. «χυλὸς βοτάνης», Γεωπ.<br />β. χυλὸς σταφυλῆς», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αφέψημα]] από χοντροαλεσμένο και στραγγισμένο [[κριθάρι]], που χρησιμοποιούσαν ως [[τροφή]] ασθενών («οἱ νοσοῡντες χυλὸν [[πτισάνης]] ῥοφοῡσι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[γεύση]] που προέρχεται από τον χυμό («οὐ [[δύναμαι]] νοῆσαι τἀγαθὸν ἀφαιρῶν... τὰς διὰ χυλῶν ἡδονάς», Επίκ.)<br /><b>3.</b> <b>(ποιητ.)</b> το [[σάλιο]] του Κερβέρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι λ. <i>χῡ</i>-<i>λό</i>-<i>ς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ξύ</i>-<i>λο</i>-<i>ν</i>) και <i>χῡ</i>-<i>μός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θυ</i>-<i>μός</i>, <i>ψω</i>-<i>μός</i>) ανάγονται από τους περισσότερους μελετητές στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>χῠ</i>- της ρίζας του ρ. <i>χέω</i>, [[παρά]] τα προβλήματα που γεννά η [[μακρότητα]] του -<i>ῡ</i>- στους τ. αυτούς και για την οποία έχουν δοθεί διάφορες ερμηνείες. Κατά μία [[άποψη]], το -<i>ῡ</i>- οφείλεται σε [[έκταση]] για εκφραστικούς λόγους, αναμενόμενη σε τ. του καθημερινού λεξιλογίου, ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], οι λ. [[χυλός]], [[χυμός]] έχουν προέλθει από τ. <i>ghus</i>-<i>lo</i>- και <i>ghusmo</i>- <sup>__</sup>ανάγονται [[δηλαδή]] σε μία [[μορφή]] <i>ghus</i>- της ρίζας <i>gheu</i>- / <i>ghu</i>- του <i>χέω</i>, με [[παρέκταση]] -<i>s</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> τοχαρ. Β' <i>kusam</i>, γ' εν. ενεστώτα, <b>βλ.</b> και λ. <i>χέω</i>)— [[οπότε]] το -<i>ῡ</i>- [[είναι]] [[προϊόν]] της αντέκτασης [[μετά]] την [[απλοποίηση]] τών συμφωνικών συμπλεγμάτων <i>sl</i>-και -<i>sm</i>-. Σύμφωνα με άλλους μελετητές, οι λ. [[χυλός]], [[χυμός]] έχουν σχηματιστεί με επιθήματα <i>slo</i>-, -<i>smo</i>-, παρλλ. μορφές τών -<i>lο</i>- και -<i>mo</i>-, μέσω τ. <i>χῠ</i>-<i>σλο</i>- και <i>χῠ</i>-<i>σμο</i>-, με [[αντέκταση]] του -<i>ῠ</i>-. Ωστόσο, ενώ η [[μορφή]] -<i>smo</i>- του επιθήματος [[είναι]] συνηθισμένη (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δε</i>-<i>σμός</i>), η [[μορφή]] -<i>slo</i>- δεν απαντά, [[γεγονός]] που δυσχεραίνει την [[αποδοχή]] αυτής της ερμηνείας. Τέλος, ειδικότερα για τον τ. [[χυμός]], έχει διατυπωθεί η [[υπόθεση]] ότι το μακρό -<i>ῡ</i>- έχει προέλθει από [[επίδραση]] του μακρού φωνήεντος τών λ. <i>ζύ</i>-<i>μη</i>, <i>ζω</i>-<i>μός</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χῡλός:''' -οῦ, ὁ ([[χέω]]), [[χυμός]], [[ιδίως]], [[χυμός]], [[ζουμί]] που παράγεται από [[εκχύλισμα]] ή για [[αφέψημα]]· μεταφ., <i>χυλὸν διδοὺς στωμυλμάτων</i>, σε Αριστοφ.· χυλὸς [[φιλίας]], στον ίδ.
}}
}}