Anonymous

καρτερέω: Difference between revisions

From LSJ
5
(T22)
(5)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=καρτέρω: 1st aorist ἐκαρτέρησα; ([[καρτερός]] (from [[κάρτος]] i. e. [[κράτος]], '[[strong]]')); to be [[steadfast]]: A. V. endured). ([[Sophocles]] and [[Thucydides]] [[down]].) (Compare: [[προσκαρτερέω]].)  
|txtha=καρτέρω: 1st aorist ἐκαρτέρησα; ([[καρτερός]] (from [[κάρτος]] i. e. [[κράτος]], '[[strong]]')); to be [[steadfast]]: A. V. endured). ([[Sophocles]] and [[Thucydides]] [[down]].) (Compare: [[προσκαρτερέω]].)  
}}
{{lsm
|lsmtext='''καρτερέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[καρτερός]])·<br /><b class="num">I.</b> είμαι [[σταθερός]], [[ακλόνητος]], [[υπομονετικός]], στέρεος, σε Σοφ. κ.λπ.· με πρόθ., κ.[[πρός]] τι, [[αντέχω]] σε [[κάτι]], σε Ξεν. κ.λπ.· με μτχ., [[επιμένω]] στην [[εκτέλεση]] ενός πράγματος, σε Ευρ.· απόλ., <i>τὰ δείν' ἐκαρτέρουν</i>, ήμουν [[παραδόξως]] [[ισχυρογνώμων]] ή [[επίμονος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. πράγμ., [[υποφέρω]] με [[υπομονή]], σε Ευρ., Ξεν. — Παθ., κεκαρτέρηται [[τἀμά]], ο [[χρόνος]] της υπομονής τελείωσε για εμένα, σε Πλάτ.
}}
}}