Anonymous

λιθουργός: Difference between revisions

From LSJ
5
(23)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιθουργός]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κατεργάζεται λίθο, [[λιθοξόος]]<br /><b>2.</b> ο [[γλύπτης]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον ανδριαντοποιό που χρησιμοποιεί ορείχαλκο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «σιδήρια λιθουργά» — εργαλεία του κτίστη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -(<i>F</i>)[[οργός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ξυλ</i>-<i>ουργός</i>, <i>τοξ</i>-<i>ουργός</i>].
|mltxt=[[λιθουργός]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κατεργάζεται λίθο, [[λιθοξόος]]<br /><b>2.</b> ο [[γλύπτης]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον ανδριαντοποιό που χρησιμοποιεί ορείχαλκο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «σιδήρια λιθουργά» — εργαλεία του κτίστη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -(<i>F</i>)[[οργός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ξυλ</i>-<i>ουργός</i>, <i>τοξ</i>-<i>ουργός</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῐθουργός:''' ὁ ([[ἔργω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δουλεύει την [[πέτρα]], [[λιθοξόος]], σε Αριστοφ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., <i>σιδήρια λιθουργά</i>, τα εργαλεία του λιθοξόου, σε Θουκ.
}}
}}