Anonymous

ἀπολιμπάνω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπολιμπάνω]] (Α) [[λιμπάνω]]<br />[[απολείπω]].
|mltxt=[[ἀπολιμπάνω]] (Α) [[λιμπάνω]]<br />[[απολείπω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπολιμπάνω:''' μεταγεν. [[τύπος]] του [[ἀπολείπω]], σε Πλούτ., Λουκ.
}}
}}