Anonymous

πρώϊμος: Difference between revisions

From LSJ
6
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πρώϊμος]], -ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. πρφμος, -ον και ιων. τ. [[πρόϊμος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για [[άνθη]] και [[οπωροκηπευτικά]]) αυτός που παράγεται ή ωριμάζει [[νωρίς]], [[πριν]] από την κανονική ή συνήθη [[εποχή]] (α. «πρώιμα αχλάδια» β. «ὁ [[πρώιμος]] [[κράτιστος]] ἤ ὁ [[μέσος]] ἤ ὁ ὀψιμώτατος [[[σπόρος]]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για ζώα) αυτός που γεννιέται [[πριν]] από τον καθορισμένο χρόνο («πρώιμα αρνιά»)<br /><b>3.</b> (για εποχές, καιρικές συνθήκες ή για μεταβολές) αυτός που επέρχεται, που συμβαίνει [[πριν]] από την ώρα του (α. «πρώιμο [[κρύο]]» β. «ἕως λάβῃ ὑετὸν πρώϊμον καὶ ὄψιμον», ΚΔ)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που εκδηλώνεται ή αυξάνεται [[πριν]] από την ώρα του, [[άκαιρος]], [[πρόωρος]] (α. «πρώιμη [[ενέργεια]]» β. «[[πρώιμος]] [[πονηρία]]», Μητροδ. Λ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για δέντρα και φυτά)<br /><b>1.</b> αυτός που ανθίζει ή καρποφορεί [[πριν]] από τον καθορισμένο χρόνο («πρώιμη [[αμυγδαλιά]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που παράγει [[πριν]] από την ώρα του («πρώιμο [[αμπέλι]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «πρώιμη [[ποικιλία]]»<br /><b>(γεωπ.)</b> καλλιεργούμενη [[ποικιλία]] φυτού που φθάνει σε ένα ορισμένο [[στάδιο]] ανάπτυξης σε συντομότερο [[χρονικό]] [[διάστημα]] από άλλες<br />β) «πρώιμο ζώο» — ζώο του οποίου το [[νεογνό]] [[είναι]] σχετικά ανεξάρτητο από τη γονική [[φροντίδα]] και το οποίο [[είναι]] ικανό να κινείται και, [[συχνά]], να τρέφεται και να ελέγχει τη [[θερμοκρασία]] του ανεξάρτητα από τους γονείς του<br />γ) «[[πρώιμος]] [[τοκετός]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[τοκετός]] που γίνεται [[πριν]] από την 28η [[εβδομάδα]] της εγκυμοσύνης. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πρωίμως</i> / <i>πρωΐμως</i> ΝΜΑ, και πρώιμα Ν<br />[[πριν]] από τον καθορισμένο χρόνο, [[νωρίς]], πρόωρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρωΐ]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>όψ</i>-<i>ιμος</i>). Η γρφ. [[πρόϊμος]] [[είναι]] σπάνια και αμφίβολη].
|mltxt=-η, -ο / [[πρώϊμος]], -ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. πρφμος, -ον και ιων. τ. [[πρόϊμος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για [[άνθη]] και [[οπωροκηπευτικά]]) αυτός που παράγεται ή ωριμάζει [[νωρίς]], [[πριν]] από την κανονική ή συνήθη [[εποχή]] (α. «πρώιμα αχλάδια» β. «ὁ [[πρώιμος]] [[κράτιστος]] ἤ ὁ [[μέσος]] ἤ ὁ ὀψιμώτατος [[[σπόρος]]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για ζώα) αυτός που γεννιέται [[πριν]] από τον καθορισμένο χρόνο («πρώιμα αρνιά»)<br /><b>3.</b> (για εποχές, καιρικές συνθήκες ή για μεταβολές) αυτός που επέρχεται, που συμβαίνει [[πριν]] από την ώρα του (α. «πρώιμο [[κρύο]]» β. «ἕως λάβῃ ὑετὸν πρώϊμον καὶ ὄψιμον», ΚΔ)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που εκδηλώνεται ή αυξάνεται [[πριν]] από την ώρα του, [[άκαιρος]], [[πρόωρος]] (α. «πρώιμη [[ενέργεια]]» β. «[[πρώιμος]] [[πονηρία]]», Μητροδ. Λ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για δέντρα και φυτά)<br /><b>1.</b> αυτός που ανθίζει ή καρποφορεί [[πριν]] από τον καθορισμένο χρόνο («πρώιμη [[αμυγδαλιά]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που παράγει [[πριν]] από την ώρα του («πρώιμο [[αμπέλι]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «πρώιμη [[ποικιλία]]»<br /><b>(γεωπ.)</b> καλλιεργούμενη [[ποικιλία]] φυτού που φθάνει σε ένα ορισμένο [[στάδιο]] ανάπτυξης σε συντομότερο [[χρονικό]] [[διάστημα]] από άλλες<br />β) «πρώιμο ζώο» — ζώο του οποίου το [[νεογνό]] [[είναι]] σχετικά ανεξάρτητο από τη γονική [[φροντίδα]] και το οποίο [[είναι]] ικανό να κινείται και, [[συχνά]], να τρέφεται και να ελέγχει τη [[θερμοκρασία]] του ανεξάρτητα από τους γονείς του<br />γ) «[[πρώιμος]] [[τοκετός]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[τοκετός]] που γίνεται [[πριν]] από την 28η [[εβδομάδα]] της εγκυμοσύνης. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πρωίμως</i> / <i>πρωΐμως</i> ΝΜΑ, και πρώιμα Ν<br />[[πριν]] από τον καθορισμένο χρόνο, [[νωρίς]], πρόωρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρωΐ]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>όψ</i>-<i>ιμος</i>). Η γρφ. [[πρόϊμος]] [[είναι]] σπάνια και αμφίβολη].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρώϊμος:''' [ῐ], -ον, [[πρώιμος]], λέγεται για καρπούς, σε Ξεν.
}}
}}