Anonymous

ἀνδροφθόρος: Difference between revisions

From LSJ
3
(4)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνδροφθόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[φονικός]]<br /><b>2.</b> (προπαροξ.-φρ.) «ἀνδρόφθορον [[αἷμα]]» — [[αίμα]] σκοτωμένου.
|mltxt=[[ἀνδροφθόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[φονικός]]<br /><b>2.</b> (προπαροξ.-φρ.) «ἀνδρόφθορον [[αἷμα]]» — [[αίμα]] σκοτωμένου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνδροφθόρος:''' -ον ([[φθείρω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που καταστρέφει άνδρες, [[φονικός]], [[καταστροφικός]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> προπαροξ., ἀνδρόφθορον [[αἷμα]], το [[αίμα]] σφαγιασμένου άνδρα, στον ίδ.
}}
}}