Anonymous

ἀνθυποπτεύω: Difference between revisions

From LSJ
3
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνθυποπτεύω]] (Α)<br />[[υποπτεύομαι]] αυτόν που έχει υποψίες για μένα, [[υποπτεύομαι]] κι εγώ.
|mltxt=[[ἀνθυποπτεύω]] (Α)<br />[[υποπτεύομαι]] αυτόν που έχει υποψίες για μένα, [[υποπτεύομαι]] κι εγώ.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνθυποπτεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[υποπτεύομαι]] αμοιβαία — Παθ., <i>ἀνθυποπτεύεται</i>, υπόκειται στην [[υποψία]] ότι..., σε Θουκ.
}}
}}