Anonymous

ἀνθρώπειος: Difference between revisions

From LSJ
3
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνθρώπειος]], -α, -ον (AM)<br /><b>1.</b> [[ανθρώπινος]] (σε [[αντίθεση]] με το [[θείος]] και το [[μυθικός]])<br /><b>2.</b> αυτός που ταιριάζει στον άνθρωπο, που δεν ξεπερνά τις δυνάμεις του<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀνθρώπειον</i><br />το ανθρώπινο [[γένος]], η ανθρώπινη [[φύση]].
|mltxt=[[ἀνθρώπειος]], -α, -ον (AM)<br /><b>1.</b> [[ανθρώπινος]] (σε [[αντίθεση]] με το [[θείος]] και το [[μυθικός]])<br /><b>2.</b> αυτός που ταιριάζει στον άνθρωπο, που δεν ξεπερνά τις δυνάμεις του<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀνθρώπειον</i><br />το ανθρώπινο [[γένος]], η ανθρώπινη [[φύση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνθρώπειος:''' -α, -ον, Ιων. -ήΐος, -η, -ον,<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει τον άνθρωπο, [[ανθρώπινος]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>ἀνθρώπεια πήματα</i>, τέτοια στα οποία υπόκειται ο [[άνθρωπος]], σε Αισχύλ.· <i>ἀνθρωπήϊα πρήγματα</i>, ανθρώπινες σχέσεις, ανθρώπινη [[περιουσία]], σε Ηρόδ.· <i>τὸ ἀνθρώπειον</i>, [[είτε]] η [[ανθρωπότητα]] [[είτε]] η ανθρώπινη [[φύση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[ανθρώπινος]], αυτός που ταιριάζει σε άνθρωπο, σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> [[ανθρώπινος]], αντίθ. του [[μυθικός]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-ως</i>, ανθρώπινα, κατά [[πάσα]] ανθρώπινη [[πιθανότητα]], σε Θουκ.· <i>ἀνθρ. φράζειν</i>, [[μιλώ]] όπως αρμόζει σε άνθρωπο, σε Αριστοφ.
}}
}}