Anonymous

ἀνελέγχω: Difference between revisions

From LSJ
3
(4)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνελέγχω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εξετάζω]], [[εξελέγχω]]<br /><b>2.</b> [[αποκαλύπτω]] κάποιο [[σφάλμα]], [[αποδεικνύω]] ότι έγινε [[κάτι]] άτοπο.
|mltxt=[[ἀνελέγχω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εξετάζω]], [[εξελέγχω]]<br /><b>2.</b> [[αποκαλύπτω]] κάποιο [[σφάλμα]], [[αποδεικνύω]] ότι έγινε [[κάτι]] άτοπο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνελέγχω:''' μέλ. <i>-έγξω</i>, [[πείθω]] ή [[καταδιώκω]] εντελώς, σε Ευρ.
}}
}}