Anonymous

ἀνεπίδικος: Difference between revisions

From LSJ
3
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνεπίδικος]], -ον (Α)<br /><b>(Νομ.)</b> μη αμφισβητούμενος δικαστικά, μη διεκδικούμενος από κάποιον άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[επίδικος]] «αυτός που μπορεί να διεκδικηθεί [[μπροστά]] στο δικαστήριο, ο [[περιμάχητος]]»].
|mltxt=[[ἀνεπίδικος]], -ον (Α)<br /><b>(Νομ.)</b> μη αμφισβητούμενος δικαστικά, μη διεκδικούμενος από κάποιον άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[επίδικος]] «αυτός που μπορεί να διεκδικηθεί [[μπροστά]] στο δικαστήριο, ο [[περιμάχητος]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνεπίδῐκος:''' -ον ([[ἐπί]], [[δίκη]]), αυτός που δεν έχει αμφισβητηθεί μέσω δίκης, [[αδιαφιλονίκητος]], σε Δημ.
}}
}}