Anonymous

ἀνθρωποποιός: Difference between revisions

From LSJ
3
(4)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ό (Α [[ἀνθρωποποιός]], -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που διαπλάθει ενάρετους ανθρώπους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δημιουργεί, που παράγει ανθρώπους<br /><b>2.</b> [[ανδριαντοποιός]], αυτός που κατασκευάζει ομοιώματα ανθρώπων (αντίθετο του [[θεοποιός]]).
|mltxt=-ό (Α [[ἀνθρωποποιός]], -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που διαπλάθει ενάρετους ανθρώπους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δημιουργεί, που παράγει ανθρώπους<br /><b>2.</b> [[ανδριαντοποιός]], αυτός που κατασκευάζει ομοιώματα ανθρώπων (αντίθετο του [[θεοποιός]]).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνθρωποποιός:''' -όν ([[ποιέω]]), [[δημιουργός]] ανθρώπων, σε Λουκ.
}}
}}