Anonymous

ἄνοστος: Difference between revisions

From LSJ
3
(4)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄνοστος]], -ον (Α) [[νόστος]] «[[επιστροφή]]»]<br />[[εκείνος]] που δεν επέστρεψε ή δεν επιστρέφει στην [[πατρίδα]] («πάντες ἐγένοντο ἄνοστοι»).———————— <b>(II)</b><br />-η, -ο (Α [[ἄνοστος]], -ον) [[νόστος]] (II) «[[γεύση]]»]<br />[[χωρίς]] [[νοστιμιά]], [[άγευστος]], [[ανούσιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν προκαλεί ευχάριστη [[εντύπωση]], [[άχαρος]], [[σαχλός]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄνοστος]], -ον (Α) [[νόστος]] «[[επιστροφή]]»]<br />[[εκείνος]] που δεν επέστρεψε ή δεν επιστρέφει στην [[πατρίδα]] («πάντες ἐγένοντο ἄνοστοι»).———————— <b>(II)</b><br />-η, -ο (Α [[ἄνοστος]], -ον) [[νόστος]] (II) «[[γεύση]]»]<br />[[χωρίς]] [[νοστιμιά]], [[άγευστος]], [[ανούσιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν προκαλεί ευχάριστη [[εντύπωση]], [[άχαρος]], [[σαχλός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄνοστος:''' -ον, αυτός που δεν έχει γυρισμό, σε Ομήρ. Οδ.· υπερθ. <i>ἀνοστοτάτη</i>, που δεν γυρίζει [[ποτέ]] [[πίσω]], σε Ανθ.
}}
}}