Anonymous

ἀνεπίσκεπτος: Difference between revisions

From LSJ
3
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνεπίσκεπτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ανεξέταστος]], [[απαρατήρητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν τον επισκέφθηκαν<br /><b>3.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[άγνοια]], ανεπιστήμονας<br /><b>4.</b> [[απρόσεκτος]], [[απερίσκεπτος]].
|mltxt=[[ἀνεπίσκεπτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ανεξέταστος]], [[απαρατήρητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν τον επισκέφθηκαν<br /><b>3.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[άγνοια]], ανεπιστήμονας<br /><b>4.</b> [[απρόσεκτος]], [[απερίσκεπτος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνεπίσκεπτος:''' -ον ([[ἐπισκέπτομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[απερίσκεπτος]], [[άμυαλος]]· επίρρ. <i>-τως</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., [[ανεξέταστος]], [[απαρατήρητος]], σε Ξεν.
}}
}}