Anonymous

ἀνθάπτομαι: Difference between revisions

From LSJ
3
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνθάπτομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> επιτίθεμαι και εγώ, [[αντεπιτίθεμαι]]<br /><b>2.</b> [[αναλαμβάνω]], [[επιχειρώ]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[συγκρούομαι]], [[μπαίνω]] σε πόλεμο<br /><b>4.</b> [[καταφέρνω]] [[κάτι]], [[κατορθώνω]], [[φτάνω]] [[κάπου]]<br /><b>5.</b> (για [[λύπη]], [[αρρώστια]] κλ.π.), [[προσβάλλω]], [[κτυπώ]], [[προξενώ]] πόνο<br /><b>6.</b> [[μέμφομαι]], [[κατηγορώ]].
|mltxt=[[ἀνθάπτομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> επιτίθεμαι και εγώ, [[αντεπιτίθεμαι]]<br /><b>2.</b> [[αναλαμβάνω]], [[επιχειρώ]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[συγκρούομαι]], [[μπαίνω]] σε πόλεμο<br /><b>4.</b> [[καταφέρνω]] [[κάτι]], [[κατορθώνω]], [[φτάνω]] [[κάπου]]<br /><b>5.</b> (για [[λύπη]], [[αρρώστια]] κλ.π.), [[προσβάλλω]], [[κτυπώ]], [[προξενώ]] πόνο<br /><b>6.</b> [[μέμφομαι]], [[κατηγορώ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνθάπτομαι:''' Ιων. ἀντ-, μέλ. <i>-ψομαι</i>, αποθ.,<br /><b class="num">I.</b> [[ακουμπώ]] με τη [[σειρά]], με γεν., σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[απλώς]], [[επιλαμβάνομαι]], [[επιχειρώ]], [[αντιλαμβάνομαι]], με γεν., σε Ηρόδ., Θουκ.· γενικά, [[φθάνω]], [[επιτυγχάνω]], <i>τερμόνων</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[προσβάλλω]], επιτίθεμαι, <i>πλευμόνων</i>, <i>φρενῶν</i>, σε Σοφ., Ευρ.
}}
}}