Anonymous

ἀνδροφόνος: Difference between revisions

From LSJ
3
(4)
(3)
Line 36: Line 36:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνδροφόνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που φονεύει άνδρες, [[φονικός]], [[θανατηφόρος]]<br /><b>2.</b> [[δολοφόνος]]<br /><b>3.</b> (για [[γυναίκα]]) η συζυγοκτόνος.
|mltxt=[[ἀνδροφόνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που φονεύει άνδρες, [[φονικός]], [[θανατηφόρος]]<br /><b>2.</b> [[δολοφόνος]]<br /><b>3.</b> (για [[γυναίκα]]) η συζυγοκτόνος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνδροφόνος:''' -ον ([[ἀνήρ]], *[[φένω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[δολοφόνος]] [[ανδρών]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για γυναίκες, αυτή που δολοφονεί τον σύζυγό της, σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> ως [[δικανικός]] όρος, [[κάποιος]] που καταδικάστηκε για [[ανθρωποκτονία]], [[ένοχος]] ανθρωποκτονίας, σε Πλάτ., Δημ.
}}
}}