Anonymous

ἀνομία: Difference between revisions

From LSJ
3
(4)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἀνομία]]) [[άνομος]]<br /><b>1.</b> [[παρανομία]], παράνομη [[πράξη]], [[αδίκημα]]<br /><b>2.</b> [[ευθύνη]] για την [[παρανομία]], [[ενοχή]], [[αμαρτία]]<br /><b>3.</b> η [[ανυπαρξία]] νόμων, [[αναρχία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αδικία]]<br /><b>2.</b> [[ατυχία]], [[αναποδιά]]<br /><b>3.</b> ως όρος της κοινωνιολογίας σημαίνει την [[κατάσταση]] της κοινωνίας στην οποία οι κοινές αξίες και τα κοινά νοήματα δεν [[είναι]] πια κατανοητά ή αποδεκτά.
|mltxt=η (AM [[ἀνομία]]) [[άνομος]]<br /><b>1.</b> [[παρανομία]], παράνομη [[πράξη]], [[αδίκημα]]<br /><b>2.</b> [[ευθύνη]] για την [[παρανομία]], [[ενοχή]], [[αμαρτία]]<br /><b>3.</b> η [[ανυπαρξία]] νόμων, [[αναρχία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αδικία]]<br /><b>2.</b> [[ατυχία]], [[αναποδιά]]<br /><b>3.</b> ως όρος της κοινωνιολογίας σημαίνει την [[κατάσταση]] της κοινωνίας στην οποία οι κοινές αξίες και τα κοινά νοήματα δεν [[είναι]] πια κατανοητά ή αποδεκτά.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνομία:''' Ιων. -ίη, <i>ἡ</i> ([[ἄνομος]]), [[παρανομία]], παράνομη [[δραστηριότητα]], σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.
}}
}}