Anonymous

ἀνταποκρίνομαι: Difference between revisions

From LSJ
3
(4)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀνταποκρίνομαι]])<br />βρίσκομαι σε [[ανταπόκριση]], σε [[συμφωνία]] με κάποιον ή [[κάτι]]·<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[ανταποκρίνομαι]] στα καθήκοντα μου» — [[εκτελώ]] τα καθήκοντά μου<br /><b>2.</b> «[[ανταποκρίνομαι]] στα συναισθήματα κάποιου» — [[τρέφω]] για κάποιον ανάλογα συναισθήματα με τα δικά του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απαντώ]]<br /><b>2.</b> [[αντιλέγω]], [[διαφωνώ]].
|mltxt=(Α [[ἀνταποκρίνομαι]])<br />βρίσκομαι σε [[ανταπόκριση]], σε [[συμφωνία]] με κάποιον ή [[κάτι]]·<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[ανταποκρίνομαι]] στα καθήκοντα μου» — [[εκτελώ]] τα καθήκοντά μου<br /><b>2.</b> «[[ανταποκρίνομαι]] στα συναισθήματα κάποιου» — [[τρέφω]] για κάποιον ανάλογα συναισθήματα με τα δικά του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απαντώ]]<br /><b>2.</b> [[αντιλέγω]], [[διαφωνώ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνταποκρίνομαι:''' [ῑ], Μέσ., [[απαντώ]] εκ νέου, σε Καινή Διαθήκη· [[αντιμάχομαι]] διαλεκτικά, <i>τινι</i>, στο ίδ.
}}
}}