Anonymous

ἀντιδέρκομαι: Difference between revisions

From LSJ
3
(4)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀντιδέρκομαι]] (Α)<br />[[βλέπω]] κάποιον [[κατάματα]], [[ατενίζω]].
|mltxt=[[ἀντιδέρκομαι]] (Α)<br />[[βλέπω]] κάποιον [[κατάματα]], [[ατενίζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιδέρκομαι:''' αποθ. = [[ἀντιβλέπω]], με αιτ., σε Ευρ.
}}
}}