Anonymous

ἀξιόλογος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἀξιόλογος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[άξιος]] μνείας, αξιοσημείωτος, αξιοπρόσεκτος<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) [[σπουδαίος]], [[σημαντικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συνθ. εκ συναρπαγής από τη [[φράση]] «[[άξιος]] λόγου»].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἀξιόλογος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[άξιος]] μνείας, αξιοσημείωτος, αξιοπρόσεκτος<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) [[σπουδαίος]], [[σημαντικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συνθ. εκ συναρπαγής από τη [[φράση]] «[[άξιος]] λόγου»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀξιόλογος:''' -ον ([[λέγω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[άξιος]] προς [[αναφορά]], [[αξιομνημόνευτος]] σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.· [[πόλεμος]] ἀξιολογώτατος, σε Θουκ.· επίρρ. <i>-γως</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, διακεκριμένος, [[επιφανής]], [[σημαντικός]], σε Θουκ.
}}
}}