Anonymous

ἀντιπαρέρχομαι: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἀντιπαρέρχομαι]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αποφεύγω]] να [[κάνω]] [[μνεία]] («[[αντιπαρέρχομαι]] τις ύβρεις»)<br /><b>2.</b> [[προσπερνώ]] [[κάτι]], [[αδιαφορώ]] για [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[αντιπαρέρχομαι]] τον κίνδυνο» — [[ξεφεύγω]], [[γλυτώνω]] από τον κίνδυνο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περνώ]] [[δίπλα]] σε κάποιον [[χωρίς]] να τον πλησιάσω, τον [[προσπερνώ]] αφήνοντας τον αβοήθητο<br /><b>2.</b> [[έρχομαι]] να βοηθήσω («τὸ ἔλεός σου ἀντιπαρῆλθε καὶ ἰάσατο αὐτούς», ΠΔ).
|mltxt=(AM [[ἀντιπαρέρχομαι]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αποφεύγω]] να [[κάνω]] [[μνεία]] («[[αντιπαρέρχομαι]] τις ύβρεις»)<br /><b>2.</b> [[προσπερνώ]] [[κάτι]], [[αδιαφορώ]] για [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[αντιπαρέρχομαι]] τον κίνδυνο» — [[ξεφεύγω]], [[γλυτώνω]] από τον κίνδυνο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περνώ]] [[δίπλα]] σε κάποιον [[χωρίς]] να τον πλησιάσω, τον [[προσπερνώ]] αφήνοντας τον αβοήθητο<br /><b>2.</b> [[έρχομαι]] να βοηθήσω («τὸ ἔλεός σου ἀντιπαρῆλθε καὶ ἰάσατο αὐτούς», ΠΔ).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιπαρέρχομαι:''' αόρ. βʹ -[[παρῆλθον]], αποθ., περνώ στην αντίθετη [[πλευρά]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}