Anonymous

ἀνεξίκακος: Difference between revisions

From LSJ
3
(4)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνεξίκακος]], -ον)<br />μη [[εκδικητικός]], [[αμνησίκακος]], [[μακρόθυμος]], [[μεγάθυμος]].<br /><b>αρχ.</b><br />[[καρτερικός]], [[υπομονητικός]] στους κόπους και στις κακοτυχίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ανεξι</i>- (<span style="color: red;"><</span> μέλλ. <i>ανέξομαι</i> του [[ανέχομαι]]) <span style="color: red;">+</span> [[κακός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ανεξικακία]], [[ανεξικακώ]]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνεξίκακος]], -ον)<br />μη [[εκδικητικός]], [[αμνησίκακος]], [[μακρόθυμος]], [[μεγάθυμος]].<br /><b>αρχ.</b><br />[[καρτερικός]], [[υπομονητικός]] στους κόπους και στις κακοτυχίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ανεξι</i>- (<span style="color: red;"><</span> μέλλ. <i>ανέξομαι</i> του [[ανέχομαι]]) <span style="color: red;">+</span> [[κακός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ανεξικακία]], [[ανεξικακώ]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνεξίκᾰκος:''' -ον (ἀνέχομαι, [[κακόν]]), αυτός που ανθίσταται στο [[κακό]], [[υπομονετικός]], [[μακρόθυμος]], σε Καινή Διαθήκη, Λουκ.
}}
}}