Anonymous

ἀνοίκτιστος: Difference between revisions

From LSJ
3
(4)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνοίκτιστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[άκλαυτος]], αυτός που δεν τον θρήνησαν<br /><b>2.</b> ο [[ανοικτίρμων]], ο [[ανηλεής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[οίκτιστος]] «ο πολύ [[αξιοθρήνητος]]» (ανώμ. υπερθετ. του [[οικτρός]])].
|mltxt=[[ἀνοίκτιστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[άκλαυτος]], αυτός που δεν τον θρήνησαν<br /><b>2.</b> ο [[ανοικτίρμων]], ο [[ανηλεής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[οίκτιστος]] «ο πολύ [[αξιοθρήνητος]]» (ανώμ. υπερθετ. του [[οικτρός]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνοίκτιστος:''' -ον, αυτός που δεν θρηνήθηκε, δεν ελεήθηκε από κανέναν, σε Ανθ.
}}
}}