Anonymous

βεβάμεν: Difference between revisions

From LSJ
3
(Bailly1_1)
(3)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>inf. pf.2 épq. de</i> [[βαίνω]].
|btext=<i>inf. pf.2 épq. de</i> [[βαίνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βεβάμεν:''' [ᾰ], συγκεκ. [[τύπος]] αντί <i>βεβήκαμεν</i>, αʹ πληθ. παρακ. του [[βαίνω]]· ομοίως, βεβάναι αντί <i>βεβηκέναι</i>, βεβαώς αντί <i>βεβηκώς</i>.
}}
}}