Anonymous

ὀλβοδότης: Difference between revisions

From LSJ
5
(28)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀλβοδότης]] και δωρ. τ. ὀλβοδότας, ὁ, θηλ. [[ὀλβοδότις]] (Α)<br />αυτός που δίνει, που παρέχει πλούτο ή [[ευτυχία]] («τὸν εὐδαιμονίας βροτοῑς ὀλβοδόταν [[πατέρα]] τε», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄλβος]] «[[πλούτος]], [[ευδαιμονία]]» <span style="color: red;">+</span> -[[δότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), <b>πρβλ.</b> <i>μισθο</i>-[[δότης]].
|mltxt=[[ὀλβοδότης]] και δωρ. τ. ὀλβοδότας, ὁ, θηλ. [[ὀλβοδότις]] (Α)<br />αυτός που δίνει, που παρέχει πλούτο ή [[ευτυχία]] («τὸν εὐδαιμονίας βροτοῑς ὀλβοδόταν [[πατέρα]] τε», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄλβος]] «[[πλούτος]], [[ευδαιμονία]]» <span style="color: red;">+</span> -[[δότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), <b>πρβλ.</b> <i>μισθο</i>-[[δότης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀλβοδότης:''' -ου, Δωρ. -δότας, -α, ὁ, αυτός που προσφέρει [[ευδαιμονία]], [[αγαθά]] ή πλούτο, όπως το [[ὀλβιοδώτης]], σε Ευρ.
}}
}}