Anonymous

νηλίπους: Difference between revisions

From LSJ
5
(27)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νηλίπους]], ὁ και ἡ (Α)<br />[[ξυπόλυτος]], [[ανυπόδητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[νηλίπους]] προέρχεται πιθ. από αμάρτυρο <i>νηλιπόπους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νήλιπος]] <span style="color: red;">+</span> [[πούς]]) με [[απλολογία]] (<b>πρβλ.</b> [[αμφορεύς]] <span style="color: red;"><</span> [[αμφιφορεύς]]) ή έχει σχηματιστεί <span style="color: red;"><</span> [[νήλιπος]] με [[επίδραση]] της λ. [[πούς]].
|mltxt=[[νηλίπους]], ὁ και ἡ (Α)<br />[[ξυπόλυτος]], [[ανυπόδητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[νηλίπους]] προέρχεται πιθ. από αμάρτυρο <i>νηλιπόπους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νήλιπος]] <span style="color: red;">+</span> [[πούς]]) με [[απλολογία]] (<b>πρβλ.</b> [[αμφορεύς]] <span style="color: red;"><</span> [[αμφιφορεύς]]) ή έχει σχηματιστεί <span style="color: red;"><</span> [[νήλιπος]] με [[επίδραση]] της λ. [[πούς]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νηλίπους:''' [ῐ], ὁ, ἡ, αυτός που δεν φοράει παπούτσια, [[ξυπόλυτος]], σε Σοφ. ([[προέλευση]] από το <i>νη-</i>, [[ἦλιψ]], [[χωρίς]] παπούτσια).
}}
}}