Anonymous

ὀργάζω: Difference between revisions

From LSJ
5
(29)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀργάζω]] (ΑΜ)<br />[[κάνω]] [[κάτι]] μαλακό με [[κατεργασία]] (α. «πηλὸν ὀργάζειν χεροῑν», <b>Σοφ.</b><br />β. «oἱ τοὺς [[χάλικας]] δηλαδὴ παραφοροῡντες καὶ τὸν πηλὸν ἢ τὸν τίτανον ὀργαζόμενοι», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>ὀργάζομαι</i><br />(για [[κερί]]) [[λειώνω]], τήκομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ὀργάζω]] παράγεται από τον τ. [[ἐόργη]] «μαγειρικό [[σκεύος]], [[κουτάλα]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>ἐ</i>-<i>Fόργᾱ</i> με προθεματικό [[φωνήεν]] ή <span style="color: red;"><</span> <i>Fε</i>-<i>Fόργᾱ</i> με διπλασιασμό), που ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>werg</i>- «[[κάνω]]» (<b>πρβλ.</b> [[έργο]], [[έρδω]])].
|mltxt=[[ὀργάζω]] (ΑΜ)<br />[[κάνω]] [[κάτι]] μαλακό με [[κατεργασία]] (α. «πηλὸν ὀργάζειν χεροῑν», <b>Σοφ.</b><br />β. «oἱ τοὺς [[χάλικας]] δηλαδὴ παραφοροῡντες καὶ τὸν πηλὸν ἢ τὸν τίτανον ὀργαζόμενοι», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>ὀργάζομαι</i><br />(για [[κερί]]) [[λειώνω]], τήκομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ὀργάζω]] παράγεται από τον τ. [[ἐόργη]] «μαγειρικό [[σκεύος]], [[κουτάλα]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>ἐ</i>-<i>Fόργᾱ</i> με προθεματικό [[φωνήεν]] ή <span style="color: red;"><</span> <i>Fε</i>-<i>Fόργᾱ</i> με διπλασιασμό), που ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>werg</i>- «[[κάνω]]» (<b>πρβλ.</b> [[έργο]], [[έρδω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀργάζω:''' ([[ὀργάω]]), μέλ. <i>-σω</i>, αόρ. αʹ <i>ὤργᾰσα</i> — Παθ., παρακ. [[ὤργασμαι]]· [[μαλάζω]], [[ζυμώνω]], [[αναμειγνύω]], Λατ. subigere, σε Αριστοφ. — Παθ., <i>ὠργασμένος</i>, καλοζυμωμένος, σε Πλάτ.
}}
}}