Anonymous

συγκαταζεύγνυμι: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[συνδέω]] με γάμο, [[παντρεύω]] («τοὺς ἀγάμους... ζημίαις ἀπειλοῡντα συγκαταζεῡξαι ταῑς χηρευούσαις γυναιξί», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>συγκαταζεύγνυμαι</i><br /><b>μτφ.</b> [[δένω]] τη ζωή μου με [[κάτι]] («ἄτῃ συγκατέζευκται κακῇ», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καταζεύγνυμι]] «[[ζεύω]] [[μαζί]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[συνδέω]] με γάμο, [[παντρεύω]] («τοὺς ἀγάμους... ζημίαις ἀπειλοῡντα συγκαταζεῡξαι ταῑς χηρευούσαις γυναιξί», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>συγκαταζεύγνυμαι</i><br /><b>μτφ.</b> [[δένω]] τη ζωή μου με [[κάτι]] («ἄτῃ συγκατέζευκται κακῇ», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καταζεύγνυμι]] «[[ζεύω]] [[μαζί]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συγκαταζεύγνῡμι:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[ζεύω]], [[δένω]] μαζί με, [[παντρεύω]] κάποιον, <i>τινά τινι</i>, σε Πλούτ. — Παθ., <i>ἄτῃ συγκατέζευκται</i>, έχει δεθεί [[στενά]], έχει παντρευτεί τη [[δυστυχία]] του, σε Σοφ.
}}
}}