3,258,372
edits
(16) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν (Α [[ἡμιονικός]], -ή, -όν) [[ημίονος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ημίονο, κν. [[μουλαρήσιος]] (α. «ἡμιονικόν ζεῡγος», <b>Ξεν.</b><br />β. «ἡμιονικόν [[ἅρμα]]», πάπ.)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[κατάλληλος]] μόνο για τον ημίονο («ημιονική [[οδός]]» — [[δρόμος]] [[στενός]], [[δύσβατος]], [[βατός]] μόνο από μουλάρια). | |mltxt=-ή, -όν (Α [[ἡμιονικός]], -ή, -όν) [[ημίονος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ημίονο, κν. [[μουλαρήσιος]] (α. «ἡμιονικόν ζεῡγος», <b>Ξεν.</b><br />β. «ἡμιονικόν [[ἅρμα]]», πάπ.)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[κατάλληλος]] μόνο για τον ημίονο («ημιονική [[οδός]]» — [[δρόμος]] [[στενός]], [[δύσβατος]], [[βατός]] μόνο από μουλάρια). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἡμιονικός:''' -ή, -όν = [[ἡμιόνειος]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |