Anonymous

ἡμιονικός: Difference between revisions

From LSJ
4
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν (Α [[ἡμιονικός]], -ή, -όν) [[ημίονος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ημίονο, κν. [[μουλαρήσιος]] (α. «ἡμιονικόν ζεῡγος», <b>Ξεν.</b><br />β. «ἡμιονικόν [[ἅρμα]]», πάπ.)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[κατάλληλος]] μόνο για τον ημίονο («ημιονική [[οδός]]» — [[δρόμος]] [[στενός]], [[δύσβατος]], [[βατός]] μόνο από μουλάρια).
|mltxt=-ή, -όν (Α [[ἡμιονικός]], -ή, -όν) [[ημίονος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ημίονο, κν. [[μουλαρήσιος]] (α. «ἡμιονικόν ζεῡγος», <b>Ξεν.</b><br />β. «ἡμιονικόν [[ἅρμα]]», πάπ.)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[κατάλληλος]] μόνο για τον ημίονο («ημιονική [[οδός]]» — [[δρόμος]] [[στενός]], [[δύσβατος]], [[βατός]] μόνο από μουλάρια).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἡμιονικός:''' -ή, -όν = [[ἡμιόνειος]], σε Ξεν.
}}
}}