Anonymous

πτερύσσομαι: Difference between revisions

From LSJ
6
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[πτέρυξ]], -<i>υγος</i>]<br />(για συναισθήματα, [[κυρίως]] χαράς) [[φτερουγίζω]], [[πετώ]] από [[χαρά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κινώ]] με [[ταχύτητα]] τα φτερά μου, [[φτεροκοπώ]]<br /><b>2.</b> [[τεντώνω]] τα φτερά μου για να πετάξω.
|mltxt=ΜΑ [[πτέρυξ]], -<i>υγος</i>]<br />(για συναισθήματα, [[κυρίως]] χαράς) [[φτερουγίζω]], [[πετώ]] από [[χαρά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κινώ]] με [[ταχύτητα]] τα φτερά μου, [[φτεροκοπώ]]<br /><b>2.</b> [[τεντώνω]] τα φτερά μου για να πετάξω.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πτερύσσομαι:''' Αττ. -ττομαι, μέλ. <i>-ξόμαι</i>, αποθ., [[χτυπώ]] τα φτερά μου όπως ο [[πετεινός]] όταν λαλεί, σε Βάβρ., Λουκ.
}}
}}