Anonymous

παλίγκοτος: Difference between revisions

From LSJ
5
(30)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παλίγκοτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για νέα [[έκρηξη]] πάθους) [[κακός]], [[επίμονος]] (α. «[[πῆμα]] θνάσκει παλίγκοτον», <b>Πίνδ.</b><br />β. «κληδόναι παλίγκοτοι» — επιβλαβείς φήμες, <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[δυσμενής]], [[εχθρικός]] («[[ἄγριος]] εἶ, πρὸς [[πάντα]] [[παλίγκοτος]] ἠδ' [[ὑπερόπτης]]», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[πληγή]]) αυτός που υποτροπιάζει, αυτός που γίνεται [[ξανά]] [[κακοήθης]]<br /><b>4.</b> [[απότομος]], [[ανώμαλος]] («[[πάγος]] [[τρηχύς]] τε καὶ [[παλίγκοτος]]», <b>Αρχίλ.</b>)<br /><b>5.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ παλίγκοτοι</i><br />οι ενάντιοι, οι αντίθετοι. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παλιγκότως</i> (Α)<br /><b>1.</b> με [[μνησικακία]], εχθρικά<br /><b>2.</b> κακότυχα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> [[κότος]] «[[έχθρα]], [[μίσος]], [[οργή]]» (<b>πρβλ.</b> <i>αλλό</i>-<i>κοτος</i>)].
|mltxt=[[παλίγκοτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για νέα [[έκρηξη]] πάθους) [[κακός]], [[επίμονος]] (α. «[[πῆμα]] θνάσκει παλίγκοτον», <b>Πίνδ.</b><br />β. «κληδόναι παλίγκοτοι» — επιβλαβείς φήμες, <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[δυσμενής]], [[εχθρικός]] («[[ἄγριος]] εἶ, πρὸς [[πάντα]] [[παλίγκοτος]] ἠδ' [[ὑπερόπτης]]», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[πληγή]]) αυτός που υποτροπιάζει, αυτός που γίνεται [[ξανά]] [[κακοήθης]]<br /><b>4.</b> [[απότομος]], [[ανώμαλος]] («[[πάγος]] [[τρηχύς]] τε καὶ [[παλίγκοτος]]», <b>Αρχίλ.</b>)<br /><b>5.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ παλίγκοτοι</i><br />οι ενάντιοι, οι αντίθετοι. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παλιγκότως</i> (Α)<br /><b>1.</b> με [[μνησικακία]], εχθρικά<br /><b>2.</b> κακότυχα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> [[κότος]] «[[έχθρα]], [[μίσος]], [[οργή]]» (<b>πρβλ.</b> <i>αλλό</i>-<i>κοτος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πᾰλίγκοτος:''' -ον, <b class="num">I.</b> λέγεται για τραύματα, αυτός που γίνεται εκ νέου [[κακοήθης]]· μεταφ. σε επίρρ., <i>αὐτῷπαλιγκότως συνεφέρετο</i>, σύμφωνα με την [[παλιά]] κακή του [[τύχη]] συνέβη σ' αυτόν, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[νέα]] [[έκρηξη]] πάθους, <i>κληδόνες παλίγκοτοι</i>, επιζήμια, δυσάρεστη [[αναφορά]], σε Αισχύλ.· [[παλίγκοτος]] [[τύχη]], [[δυσμενής]] [[τύχη]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ανθρώπους, [[εχθρικός]], [[κακοήθης]], σε Αριστοφ., Θεόκρ.· <i>παλίγκοτοι</i>, οι εχθροί, σε Πίνδ. (το <i>-κοτος</i>, φαίνεται να είναι [[κατάληξη]] όπως στο [[ἀλλόκοτος]]).
}}
}}