Anonymous

νευστικός: Difference between revisions

From LSJ
5
(27)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[νευστικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που νεύει, που κλίνει [[προς]] κάποιο [[σημείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεύω]], μέσω αμάρτυρου [[νευστός]].———————— <b>(II)</b><br />[[νευστικός]], -ή, -όν (Α) [[νευστός]]<br />αυτός που μπορεί να κολυμπά.
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[νευστικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που νεύει, που κλίνει [[προς]] κάποιο [[σημείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεύω]], μέσω αμάρτυρου [[νευστός]].———————— <b>(II)</b><br />[[νευστικός]], -ή, -όν (Α) [[νευστός]]<br />αυτός που μπορεί να κολυμπά.
}}
{{lsm
|lsmtext='''νευστικός:''' -ή, -όν ([[νέω]] Β), αυτός που είναι [[ικανός]] στην [[κολύμβηση]], σε Πλάτ.
}}
}}