Anonymous

κυδάνω: Difference between revisions

From LSJ
5
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυδάνω]] (Α)<br />[[κυδαίνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[κυδαίνω]], σχηματισμένος [[υστερογενώς]] από τον αόρ. <i>ἐ</i>-<i>κύδαν</i>-<i>α</i>].
|mltxt=[[κυδάνω]] (Α)<br />[[κυδαίνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[κυδαίνω]], σχηματισμένος [[υστερογενώς]] από τον αόρ. <i>ἐ</i>-<i>κύδαν</i>-<i>α</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κῡδάνω:''' [ᾰ] = [[κυδαίνω]], μόνο στον ενεστ. και παρατ.<br /><b class="num">I.</b> έχω σε [[υπόληψη]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[καυχιέμαι]], [[περηφανεύομαι]], στο ίδ.
}}
}}