Anonymous

ἀποκηδεύω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποκηδεύω]] (Α)<br />[[σταματώ]] να [[θρηνώ]] κάποιον.
|mltxt=[[ἀποκηδεύω]] (Α)<br />[[σταματώ]] να [[θρηνώ]] κάποιον.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποκηδεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[παύω]] να [[θρηνώ]] για, <i>τινά</i>, σε Ηρόδ.
}}
}}