Anonymous

ἀπεοικώς: Difference between revisions

From LSJ
3
(Bailly1_1)
(3)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[ἀπέοικα]].
|btext=v. [[ἀπέοικα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπεοικώς:''' Αττ. ἀπ-εικώς, <i>-υῖα</i>, <i>-ός</i>, μτχ. του [[ἀπέοικα]], που χρησιμ. ως επίθ., [[παράλογος]], [[αδικαιολόγητος]], [[απρεπής]], [[ανάρμοστος]], σε Αντιφ.· επίρρ. <i>ἀπ-εοικότως</i> ή <i>-[[εικότως]]</i>, αδικαιολόγητα, παράλογα, σε Θουκ.
}}
}}