Anonymous

τρίπολος: Difference between revisions

From LSJ
6
(42)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[χωράφι]]) αυτός που οργώθηκε [[τρεις]] φορές (α. «νειῷ ἐνὶ τριπόλῳ», <b>Θεόκρ.</b><br />β. πίειραν ἄρουραν, εὐρεῑαν, τρίπολον», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέλομαι]])].
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[χωράφι]]) αυτός που οργώθηκε [[τρεις]] φορές (α. «νειῷ ἐνὶ τριπόλῳ», <b>Θεόκρ.</b><br />β. πίειραν ἄρουραν, εὐρεῑαν, τρίπολον», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέλομαι]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρίπολος:''' -ον ([[πολέω]]), [[τρεις]] φορές οργωμένος, σε Όμηρ., Ησίοδ.
}}
}}