Anonymous

ἀφορίζω: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἀφορίζω]]) [[ορίζω]]<br />[[αποκόπτω]] κάποιον πιστό από το [[σώμα]] της Εκκλησίας<br /><b>νεοελλ.</b><br />Ι. (η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>αφορισμένος</i> και <i>αφορεσμένος</i>, -η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που έχει αφοριστεί από τις εκκλησιαστικές αρχές<br /><b>2.</b> ο [[καταραμένος]]<br /><b>3.</b> [[αισχρός]], διεστραμμένος<br /><b>αρχ.</b><br />Ι.1. [[ορίζω]] τα όρια ενός τόπου<br /><b>2.</b> έχω ως [[σύνορο]]<br /><b>3.</b> [[καθορίζω]], [[δίνω]] τον ορισμό ενός πράγματος<br /><b>4.</b> [[αποκόπτω]], [[αποχωρίζω]]<br /><b>5.</b> [[φέρω]] σε [[πέρας]], [[τελειώνω]]<br /><b>6.</b> [[εξοστρακίζω]], [[εξορίζω]]<br /><b>7.</b> [[διαλέγω]], [[ξεχωρίζω]] για ένα [[αξίωμα]] ή [[υπούργημα]]<br /><b>8.</b> <i>ἀφορίζομαι</i><br />[[αποσπώ]], [[ξεχωρίζω]] για τον εαυτό μου, [[αποκτώ]]<br />II. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.)<br /><b>1.</b> «[[οὐσία]] ἀφωρισμένη» — υποθηκευμένη [[περιουσία]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> <i>τὰ ἀφωρισμένα</i><br />ορισμένες υποθέσεις<br /><b>3.</b> (η μτχ. ενεργ. αορ. ως επίρρ.) <i>ἀφορίσας</i><br />ορισμένως, οριστικά<br />III. <b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «ἀφορίζομαι [[περί]] τινος» — [[παρέχω]], [[κάνω]] ορισμένες προτάσεις για μια [[υπόθεση]]<br /><b>2.</b> «ἔκ τινων ἀφωρισμένων» — από ορισμένη [[τάξη]] ή [[κατηγορία]] ανθρώπων<br /><b>3.</b> «ἀφωρισμένος τέχνην» — έχοντας διαλέξει για τον εαυτό μου ή έχοντας ως [[επάγγελμα]] μια [[τέχνη]].
|mltxt=(AM [[ἀφορίζω]]) [[ορίζω]]<br />[[αποκόπτω]] κάποιον πιστό από το [[σώμα]] της Εκκλησίας<br /><b>νεοελλ.</b><br />Ι. (η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>αφορισμένος</i> και <i>αφορεσμένος</i>, -η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που έχει αφοριστεί από τις εκκλησιαστικές αρχές<br /><b>2.</b> ο [[καταραμένος]]<br /><b>3.</b> [[αισχρός]], διεστραμμένος<br /><b>αρχ.</b><br />Ι.1. [[ορίζω]] τα όρια ενός τόπου<br /><b>2.</b> έχω ως [[σύνορο]]<br /><b>3.</b> [[καθορίζω]], [[δίνω]] τον ορισμό ενός πράγματος<br /><b>4.</b> [[αποκόπτω]], [[αποχωρίζω]]<br /><b>5.</b> [[φέρω]] σε [[πέρας]], [[τελειώνω]]<br /><b>6.</b> [[εξοστρακίζω]], [[εξορίζω]]<br /><b>7.</b> [[διαλέγω]], [[ξεχωρίζω]] για ένα [[αξίωμα]] ή [[υπούργημα]]<br /><b>8.</b> <i>ἀφορίζομαι</i><br />[[αποσπώ]], [[ξεχωρίζω]] για τον εαυτό μου, [[αποκτώ]]<br />II. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.)<br /><b>1.</b> «[[οὐσία]] ἀφωρισμένη» — υποθηκευμένη [[περιουσία]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> <i>τὰ ἀφωρισμένα</i><br />ορισμένες υποθέσεις<br /><b>3.</b> (η μτχ. ενεργ. αορ. ως επίρρ.) <i>ἀφορίσας</i><br />ορισμένως, οριστικά<br />III. <b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «ἀφορίζομαι [[περί]] τινος» — [[παρέχω]], [[κάνω]] ορισμένες προτάσεις για μια [[υπόθεση]]<br /><b>2.</b> «ἔκ τινων ἀφωρισμένων» — από ορισμένη [[τάξη]] ή [[κατηγορία]] ανθρώπων<br /><b>3.</b> «ἀφωρισμένος τέχνην» — έχοντας διαλέξει για τον εαυτό μου ή έχοντας ως [[επάγγελμα]] μια [[τέχνη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀφορίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[επισημαίνω]] με όρους, σε Δημ. — Μέσ., [[αποσπώ]] για τον εαυτό μου, [[αποκτώ]], [[κυριεύω]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[ορίζω]], [[προσδιορίζω]], [[καθορίζω]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. προσ.,<br /><b class="num">1.</b> [[εξορίζω]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[τοποθετώ]] [[χωριστά]], σε Καινή Διαθήκη· [[έπειτα]], <b>3. α)</b> [[αποχωρίζω]], [[αποβάλλω]] από την [[κοινωνία]], στο ίδ. <b>β)</b> [[διαχωρίζω]] για κάποιο [[αξίωμα]], [[διορίζω]], [[χειροτονώ]], στο ίδ.
}}
}}